πολιτικό γλωσσάρι: διαθεματικότητα

Η διαθεματική θεωρία είναι ένα σύνολο αναλύσεων και εργαλείων σχετικά με την ταυτότητα, την καταπίεση και τα κινήματα. Εισάγεται με δύο άρθρα της Kimberle Crenshaw, το 1989 και το 1991, αλλά πατάει σε προηγούμενες αναλύσεις και έννοιες του αφροαμερικάνικου φεμινισμού, όπως πχ αυτές του Combahee River Collective (1974-1980) και του Third World Women’s Alliance (1968-1980). Μαζί με την επιτελεστικότητα της Butler η διαθεματικότητα γίνεται σημαντικό κομμάτι των φεμινισμών παγκοσμίως από τη δεκαετία του ‘90 και μετά. Ταυτόχρονα, γίνεται και μία τρομερά πολυχρησιμοποιημένη λέξη που χάνει το νόημά που είχε στα πλαίσια της θεωρίας της Crenshaw, και την οικειοποιούνται φιλελεύθεροι λόγοι ως ένα συνώνυμο της συμπεριληπτικότητας. Πέρα από ζητήματα συμπερίληψης “νέων” ή “διαθεματικών” ταυτοτήτων, η διαθεματικότητα προσφέρει εργαλεία κριτικής στις υπάρχουσες κατηγορίες ταυτότητας/καταπίεσης, και δίνει κατευθύνσεις για την αποδόμησή τους.

Μέσα από την ανάγνωση του έργου της Crenshaw από την Άννα Καραστάθη, εντοπίζουμε τα παρακάτω στοιχεία της θεωρίας της διαθεματικότητας, ως σημεία που την κάνουν, για εμάς, ένα χρήσιμο αντιεξουσιαστικό εργαλείο:

  • Η μεταφορά της διασταύρωσης.  Φαντάσου τις καταπιέσεις σαν ροές/σχήματα στον χώρο, σαν δρόμους. Ο κάθε δρόμος είναι μία κατηγορία, μία μορφή καταπίεσης – π.χ. η φυλή ή το φύλο. Φαντάσου πως στέκεσαι στη μέση μίας διασταύρωσης με αυτοκίνητα να διέρχονται από όλες τις κατευθύνσεις και ξαφνικά προκαλείται ένα ατύχημα. Όντας στην μέση της διασταύρωσης, δεν μπορείς να καταλάβεις από ποιά ή ποιές κατευθύνσεις ήρθαν τα αυτοκίνητα που σε παρέσυραν.

    Η κατανόηση της καταπίεσης –και αντίστοιχα η οργάνωση των αγώνων– μέσα από διακριτές κατηγορίες ταυτότητας, όποιες και αν είναι αυτές, έχει ως επακόλουθο ότι θα υπάρξουν κάποιες θέσεις, κάποια υποκείμενα, που δεν θα χωράνε ποτέ τελείως σε κάποια κατηγορία. Η διασταύρωση είναι μία ξεχωριστή θέση από αυτή του κάθε δρόμου, του κάθε “άξονα” καταπίεσης. Το να είσαι μαύρη γυναίκα, είναι διαφορετικό από το να είσαι μαύρος άντρας, ή λευκή γυναίκα, και δεν είναι ένα άθροισμα των δύο. Παρ’ όλα αυτά η αντίληψη της καταπίεσης και των αγώνων μέσα από ξεχωριστές κατηγορίες (“φύλο”, “φυλή”), κάνει την θέση στην διασταύρωση αόρατη, τόσο νομικά απέναντι στο κράτος όσο και γενικότερα κοινωνικά, συμπεριλαμβανομένων και των κινημάτων. Έτσι οι μερικοί αγώνες χωράνε, αναγκαστικά, μερικά υποκείμενα, και αναγκάζουν εκείνα που βιώνουν την καταπίεση στις διασταυρώσεις των υπαρχουσών κατηγοριών να ψάχνουν να βρουν διαφορετικά μέρη του εαυτού τους σε διαφορετικούς αγώνες, μη βρίσκοντας ποτέ τα εαυτά τους ολόκληρα πουθενά. Να βρίσκεσαι, π.χ., ανάμεσα σε έναν αντρικό αντιρατιστικό αγώνα, και έναν λευκό φεμινιστικό, και ως μαύρη γυναίκα να μην χωράς εντελώς ούτε στον έναν, ούτε στον άλλο.
  • Η μεταφορά του υπογείου. Φαντάσου τις καταπιέσεις και πάλι στον χώρο, αλλά αυτή τη φορά σαν μία κάθετη διαστρωμάτωση. Υπάρχει ένα υπόγειο όπου κόσμος είναι στοιβαγμένος: “πόδια πατάνε σε ώμους – με εκείνα που είναι στον πάτο να μειονεκτούν συνολικά από κάθε παράγοντα καταπίεσης, και εκείνα στην κορυφή να μειονεκτούν από έναν μοναδικό παράγοντα, και τα κεφάλια τους να ακουμπούν στο ταβάνι”. Στο ταβάνι υπάρχει μία καταπακτή που οδηγεί στον έξω κόσμο. “Στην προσπάθειά τους να διορθώσουν ορισμένες πτυχές της κυριαρχίας”, γράφει η Crenshaw, “εκείνοι που βρίσκονται πάνω από το ταβάνι δέχονται από το υπόγειο μόνο εκείνους που μπορούν να πουν ότι “αν δεν υπήρχε” το ταβάνι, θα βρίσκονταν κι αυτοί στο πάνω δωμάτιο” (1989, 151-152).

    Η μεταφορά του υπογείου είναι μία κριτική στις νομικές μεταρρυθμίσεις και τον δικαιωματισμό, αναδεικνύοντας ότι στην καλύτερη μπορούν να απαλύνουν μία κατάσταση, ενώ παράλληλα την αναπαράγουν. Για να γίνεις ίσος, εξηγεί κάπου αλλού η Mary Midgley, πρέπει να εξισωθείς με κάποιον άλλο. Η ισότητα είναι σαν ένας προβολέας. Κάπου φωτίζει, αλλά πάντα υπάρχει ένα εξωτερικό σκοτάδι. Από την καταπακτή του υπογείου βγαίνουν τα “σχεδόν-ίσα” με εκείνα που περπατούν εκτός.
    Το ζήτημα είναι να γκρεμίσουμε το υπόγειο.

    Μερικά χρόνια πριν τα δύο άρθρα της Crenshaw, το Combahee River Collective (1974-1980) έθετε ότι η απελευθέρωση των μαύρων εργατριών ενέχει κάτι το επαναστατικό, γιατί μια επανάσταση που δεν θα αφήνει απέξω τις μαύρες εργάτριες προϋποθέτει ότι θα έχουν ανατραπεί όλα τα συστήματα καταπίεσης. Αν μεταφερόταν αυτή η θέση στους όρους της μεταφοράς του υπογείου, θα έλεγε πως η καταστροφή του υπογείου θα επέλθει μέσα από τους αγώνες που θα βγάλουν από το υπόγειο αυτά τα οποία βρίσκονται στο πάτο, ελευθερώνοντας έτσι και όλα εκείνα που είναι στοιβαγμένα πάνω τους.

    Η Creenshaw γράφει το κείμενο σε ένα ακαδημαϊκό, κριτικό πλαίσιο που αμυδρά προσπαθεί να ξεγλιστρήσει, ή τέλος πάντων δεν στρέφει τη προσοχή στο πώς το υπόγειο μπορεί να καταστραφεί. Έτσι, σε αυτό το κενό που αφήνεται μέσα στο κείμενο μπορεί εύκολα να ανασύρεται η αντίληψη του επαναστατικού υποκειμένου ως παρελθούσα πολιτική απάντηση του μαύρου φεμινισμού αλλά και ευρύτερα, η οποία τότε όσο και τώρα δεν φαίνεται να έχει αποτραβηχτεί από τα σκεπτικά και από τους αγώνες μας.

    Εμείς δεν θεωρούμε ότι έχει νόημα να δούμε την μεταφορά του υπογείου σαν μία δομική ανάλυση -μία ανάλυση δηλαδή που βλέπει την κάθε θέση στην μεταφορά ως αντίστοιχη με μία πραγματική θέση στην κοινωνία- και να ψάξουμε να βρούμε το πιο καταπιεσμένο υποκείμενο στην λογική ότι η απελευθέρωσή του, η έξοδός του από το υπόγειο, θα συμπαρασύρει και όλα όσα είναι στοιβαγμένα στις πλάτες του. Αν κάποτε αυτή η λογική κινητοποιούσε υποκείμενα και πυροδοτούσε αγώνες, το έκανε ενισχύοντας τις εσωτερικές μυθολογίες της κάθε κατηγορίας, της κάθε ταυτότητας. Για εμάς, αυτό το υποκείμενο δεν υπάρχει, και η λογική αυτής της αναζήτησης δεν βοηθάει στους αγώνες μας. Όπως και με την μεταφορά της διασταύρωσης, βλέπουμε την μεταφορά του υπογείου πιο πολύ σαν ένα εργαλείο κριτικής, παρά σαν μία γενική θεωρία. Το υπόγειο για εμάς είναι μία αλληγορία για το πώς οι νομικές μεταρρυθμίσεις και οι προοδευτικοί δικαιωματισμοί λειτουργούν εντός, και όχι ενάντια στα συστήματα εξουσίας που παράγουν κοινωνικές ιεραρχίες.
  • Η κατανόηση των ταυτοτήτων ως συμμαχίες αγώνα. Σε αυτό το σημείο η θεωρία της διαθεματικότητας στρέφεται προς την πολιτική οργάνωση. “Η θεώρηση των ταυτοτήτων σαν συμμαχίες αγώνα –σαν εσωτερικά ετερογενείς, περίπλοκες ενώσεις αποτελούμενες από εσωτερικές διαφορές και ασυμφωνίες και από εσωτερικές καθώς και εξωτερικές σχέσεις εξουσίας– μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές πολιτικές συμμαχίες που να διαπερνούν τις υπάρχουσες κατηγορίες ταυτότητας, και να επιδιώξουμε μία απελευθερωτική πολιτική της διασύνδεσης” (Carastathis 2016, σελ 165). “Η διαθεματικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στρατηγικά για την καταγραφή των διαφορών, τον εντοπισμό πιθανών αντιφάσεων και την αναγνώριση διχασμένων και αντικρουώμενων ταυτοτήτων όχι ως εμπόδια στην αλληλεγγύη, αλλά ως πολύτιμα στοιχεία για τα άλυτα προβλήματα και ως νέες συμμαχίες που πρέπει/μένουν να σχηματιστούν.”